κωλοσούσα

κωλοσούσα
η трясогузка (птица)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κωλοσούσα" в других словарях:

  • κωλοσούσα — η σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλό * + σείω, κατά τα θηλ. σε ούσα (πρβλ. σαρανταποδαρούσα), με πιθ. επίδραση τού σουσουράδα] …   Dictionary of Greek

  • κιναίδιον — κιναίδιον, τὸ (Α) [κίναιδος] ονομασία τού πτηνού ίυγξ, σουσουράδα, κωλοσούσα …   Dictionary of Greek

  • κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»